-
1 корм
-
2 корм
-а (-у), προθτ. о корме, на корме κ. на корму, πλθ. корми-ов α.1. ζωοτροφή, φορβή, νομή, τροφή•задавить -у лошадям βάζω τροφή στ άλογα•
давить курам корм ταΐζω τις κότες.
|| (απλ.) τροφή ανθρώπων.2. βλ. кормление. -
3 подножный
επ.της υπώρειας, των ριζών του βουνού•подножный лес το δάσος στους πρόποδες.
|| ο κάτω από τα πόδια•-ая скамейка το υποπόδιο•
подножный коврик βλ. подножка (3 σημ.).
εκφρ.подножный корм – α) χλωρή νομή, χλωρό χορτάρι, χλω-ρωσιά• βοσκή, β) τροφή σελέμικη (τζάμπα).
См. также в других словарях:
νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… … Dictionary of Greek
φορβή — η, ΝΜΑ τροφή για ζώα, ιδίως κατοικίδια, νομή, ζωοτροφή νεοελλ. (ιδίως) τροφή ζώων σε ξηρή μορφή, όπως λ.χ. άχυρο, σανός κ.ά. μσν. αρχ. καύσιμη ύλη («φορβῆς ἠπανίῃ ψύχεται αὐτομάτως», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. τροφή αρπακτικών πουλιών 2. είδος τροφής για … Dictionary of Greek
κεχρί — Κοινή ονομασία φυτών του γένους πανικό (Panicum), της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Στην Πελοπόννησο ονομάζεται βουρί και στη Μακεδονία μπερνίτσα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως το πανικό το μιλιόμορφο (Panicum miliaceum). Η… … Dictionary of Greek
χιλός — και χειλός, ό, και κατά τον Ησύχ. χιλόν, τὸ, Α 1. χλωρή τροφή για υποζύγια («τὰ δὲ κτήνη πάντα χιλῷ ἔνδον ἐτρέφοντο», Ξεν.) 2. νομή, βοσκή 3. (σε συνεκφορά με το ξηρός) σανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τα: τσεχ. žir «θρέψη,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
βόσκημα — το (AM βόσκημα) [βόσκω] 1. ζώο που βόσκει, χορτοφάγο, εξημερωμένο ζώο νεοελλ. η βόσκηση αρχ. η νομή, η τροφή … Dictionary of Greek
νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek